κύπελλο

κύπελλο
Αγγείο σε σχήμα κάλυκα άνθους, με λαβές ή χωρίς λαβές, με κυκλικό στόμιο και πόδι. Αντικείμενο πανάρχαιο, γνωστό από τη νεολιθική εποχή, εμφανίζεται σε ανεπτυγμένη μορφή στον μινωικό και κυρίως στον μυκηναϊκό πολιτισμό, οπότε δημιουργήθηκαν ωραιότατα χρυσά, αργυρά ή πήλινα κ. με πολύ λεπτό πόδι και με ανάγλυφες ή γραπτές διακοσμήσεις. Εξέλιξη του κ. αποτελεί στην ελληνική αρχαιότητα η κύλιξ (βλ. λ.). Στους ελληνιστικούς και στους ρωμαϊκούς χρόνους κατασκευάζονταν κ. από γυαλί. Στον Μεσαίωνα ήταν πολύ διαδεδομένα τα κ. από πολύτιμα μέταλλα, διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους, όπως το χαρακτηριστικό κ. του αυτοκράτορα, του Όσναμπρικ (1200 μ.Χ.), διακοσμημένο με σμάλτο και με μορφές των αρετών και των ελαττωμάτων, και το βασιλικό κ. που χάρισε ο Ζαν ντε Μπερί στον Κάρολο ΣΤ’ (1391) και σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Κατά την Αναγέννηση συνηθίζονταν τα μικρά βενετσιάνικα μετάλλινα κ., ανατολικής έμπνευσης, καθώς και οι παραπλήσιες σε σχήμα κεραμικές μπομπονιέρες της Ντερούτα και του Ουρμπίνο. Τον 16o αι. κατασκευάζονταν στη Φλωρεντία θαυμάσια κ. από σκληρές πέτρες, ενώ στη Λιμόζ της Γαλλίας παρουσιάστηκαν και έγιναν γρήγορα περιζήτητα κ. διακοσμημένα με σμάλτο. Στη Γερμανία οι χρυσοχόοι της Νυρεμβέργης και του Άουγκσμπουργκ κατασκεύασαν κ. με πυκνές εγχάρακτες μορφές, τοπία και σύμβολα. Πλούσια συλλογή αναγεννησιακών κ. υπάρχει στο Παρίσι, στο Μουσείο του Λούβρου. Βλ. λ. αγγείο. Το γνωστό ως «Κύπελλο του Καρλομάγνου», γυάλινο αραβικό κύπελλο του 13ου αι. (Θησαυροφυλάκιο του καθεδρικού ναού της Σαρτρ, Γαλλία). Κινεζικό κύπελλο από την Καντόνα (17ου-18ου αι.), διακοσμημένο με τριανταφυλλί σμάλτο (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο). Βυζαντινό κύπελλο από αχάτη και επίχρυσο άργυρο, του 10ου-11ου αι. (Μουσείο Αργυρών Αντικειμένων, Φλωρεντία). Κύπελλο που αποδίδεται στον Ιταλό γλύπτη και χρυσοχόο της Αναγέννησης Μπενβενούτο Τσελίνι (Θησαυροφυλάκιο του Σαν Λορέντσο, Γένοβα).
* * *
το (Α κύπελλον)
νεοελλ.
1. ποτήρι πήλινο, πορσελάνινο, πλαστικό ή μετάλλινο με το οποίο πίνεται το γάλα ή άλλο αφέψημα, φλιτζάνι
2. (στον αθλητισμό) αγγείο από πολύτιμο συνήθως μέταλλο σε σχήμα κύλικα ή αμφορέα που δίνεται ως έπαθλο στους νικητές κάποιου αγώνα
3. ξυλώδες περίβλημα τού καρπού πολλών φυτών, δαχτυλήθρα
αρχ.
1. είδος ποτηριού κοσμημένου με άνθη ή πολύτιμους λίθους με το οποίο πινόταν το κρασί, κούπα («ἐδέξατο χειρὶ κύπελλον», Ομ. Ιλ.)
2. δοχείο για γάλα
3. στον πληθ. τὰ κύπελλα
τα κομμάτια ψωμιού που έμεναν στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυπ- (πιθ. < γλώσσα Ησύχ. κύπη
τρώγλη) + -ελλο, που προήλθε από τη σύναψη τού -λ- με το επίθημα -yo. Η λ. συνδέεται με λατ. cupa, αρχ. ινδ. kūpa- «λάκος, κοιλότητα» και απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή [ku]pera = κύπελλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύπελλο — το 1. ποτήρι. 2. έπαθλο αγώνων. 3. ξυλώδες περίβλημα του καρπού πολλών φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυπελλώνω — [κύπελλο] (μεταλργ.) κάνω κυπέλλωση …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • κυπελλοφόρα — Άλλη ονομασία της οικογένειας των φυγιδών (fagaceae), η οποία περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά με χαρακτηριστικούς καρπούς, που περιβάλλονται από ιδιόμορφο περίβλημα, το κύπελλο. Στα κ. υπάγονται όλα τα είδη βελανιδιάς (γένος Querqus) –τα κύπελλα… …   Dictionary of Greek

  • κυπελλοφόρος — α, ο (Α κυπελλοφόρος, ον) νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυπελλοφόρα τα φυτά τών οποίων ο καρπός περιβάλλεται με κύπελλο αρχ. 1. αυτός που μεταφέρει κύπελλα 2. αυτός ο οποίος προσφέρει σε κάποιον κύπελλο («Ἥφαιστος κυπελλοφόρος γίνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”